Το άρθρο 26 παρ. 1, 2 Ν. 3190/1955 ορίζει, ότι 1) "Οι διαχειρισταί ευθύνονται εις αποζημίωσιν, εφόσον δε ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, έναντι της εταιρίας, εκάστου των εταίρων και των τρίτων δια παραβάσεις του παρόντος νόμου και του καταστατικού ή δια πταίσματα περί την διαχείρησιν αυτών. 2) Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αξίωσις των κατ' ιδίαν εταίρων και των τρίτων δύναται ν' ασκηθεί εφόσον η συνέλευσις των εταίρων απέρριψε πρότασιν περί εγέρσεως αγωγής εκ μέρους της εταιρίας, ή εφόσον δεν ελήφθη απόφασις της συνελεύσεως εντός ευλόγου χρόνου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι οι διαχειριστές της Ε.Π.Ε. ευθύνονται σε αποζημίωση, αν δε ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, απέναντι στην εταιρία, στους εταίρους και στους τρίτους για παραβάσεις του νόμου, του καταστατικού ή για πταίσματα κατά την διαχείριση. Στην περίπτωση αυτήν η συνέλευση των εταίρων μπορεί να αποφασίσει την μη απαλλαγή των υπαιτίων από την ευθύνη ή και την ενάσκηση των αξιώσεων της εταιρίας κατ' αυτών για αποζημίωση με την άσκηση κατ' εκείνων της εταιρικής αγωγής (άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. β' και δ' Ν. 3190/1955). Δύναται όμως η συνέλευση και όταν ο διαχειριστής εζημίωσε υπαιτίως την εταιρία, να τον απαλλάξει από κάθε ευθύνη για αποζημίωση, να παραιτηθεί από τις εναντίον του αξιώσεις ή να αποφασίσει την μη ενάσκηση της εταιρικής αγωγής. Όταν όμως δεν αποκαθίσταται η ζημία της εταιρικής περιουσίας, τελικώς ζημιώνονται εμμέσως οι εταίροι, αλλά ενδεχομένως και οι εταιρικοί δανειστές, σε περίπτωση κατά την οποίαν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή των.
Ο νόμος 3190/1955 έλαβε υπόψη το συμφέρον των προσώπων αυτών και με τις διατάξεις του άρθρου 26 επεξέτεινε την ευθύνη των διαχειριστών απέναντι στους εταίρους αλλά και στους τρίτους. Βεβαίως, η ευθύνη των διαχειριστών απέναντι στα ως άνω πρόσωπα έχει επικουρικόν χαρακτήρα, ενεργοποιείται δηλαδή μόνον εφόσον δεν ασκηθεί η εταιρική αγωγή από την εταιρία. Έτσι, εφόσον η συνέλευση των εταίρων αποφασίσει την μη έγερση κατά των διαχειριστών της εταιρικής αγωγής ή δεν λάβει απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, κάθε εταίρος αλλά και κάθε τρίτος μπορούν να ασκήσουν την εταιρική αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως στην εταιρία, ως μη δικαιούχοι διάδικοι. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση, κατά την οποίαν η συνέλευση απάλλαξε από κάθε ευθύνη τους διαχειριστές, οι οποίοι εζημίωσαν υπαιτίως την εταιρία ή παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της εταιρίας για αποζημίωση.
Ο νόμος προστατεύει τον αποκλειόμενο της εταιρίας εταίρο (άρθρο 33 παρ. 3 εδ. β' Ν. 3190/1955), καθόσον ο ίδιος, μέχρις ότου καταβληθεί σε αυτόν η αξία της μερίδας συμμετοχής του στην εταιρία, διατηρεί την εταιρική ιδιότητά του. Μετά από την καταβολή της εν λόγω αξίας, ο αποκλειόμενος παύει πλέον να θεωρείται εταίρος, πλην όμως αυτός δύναται να ενταχθεί στην κατηγορία των "τρίτων", δανειστών της εταιρίας, εάν έχει κατ' αυτής απαιτήσεις οι οποίες προκύπτουν από κέρδη παρελθόντων ισολογισμών, τα οποία δεν έχουν καταβληθεί ακόμη στους εταίρους και στο μέτρο κατά το οποίο δεν συνυπολογίσθηκαν και δεν ήτο δυνατόν να συνυπολογισθούν στην αξία της μερίδας συμμετοχής, όταν αυτή προσδιορίσθηκε από το δικαστήριο και ως εκ τούτου έχει και αυτός έννομο συμφέρον να ασκήσει πλαγιαστικώς την εταιρική αγωγή. Βεβαίως, εάν το επιδικασθησόμενο λόγω ευδοκιμήσεως της πλαγιαστικής αγωγής ποσόν εισέλθει στο εταιρικό ταμείο, είναι ενδεχόμενον, να μην λάβουν τελικώς εμμέσεως κανένα ποσόν οι εταίροι ή οι τρίτοι δανειστές, εάν λόγω των χρεών της εταιρίας και της εν γένει περιουσιακής καταστάσεως αυτής δεν απομείνει κάτι για να το εισπράξουν αυτοί. Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς τα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, στην αγωγή (ή στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, όπως εν προκειμένω), την οποία ασκεί ο τρίτος και εν προκειμένω ο αναιρεσίβλητος, ως και στην σχετική εκδοθησομένη απόφαση 1) δεν απαιτείται να αναφέρεται εάν η εταιρία εισέπραξε το οφειλόμενο από τον εναγόμενο διαχειριστή ποσόν και άλλωστε δεν είναι δυνατόν να έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αφού το ποσόν αυτό είναι το επίδικο ποσόν, 2) δεν απαιτείται να αναφέρονται α1) εάν το επίδικο ποσόν έχει περιληφθεί ως έσοδο της εταιρίας στο ενεργητικό κάποιου ισολογισμού, β1) εάν εξ αυτού προκύπτουν κέρδη, γ1) εάν οι σχετικοί ισολογισμοί εγκρίθηκαν από την Γενική Συνέλευση των εταίρων της Ε.Π.Ε., δ1) εάν από τα τυχόν προκύπτοντα έγινε υποχρεωτική κράτηση για τον σχηματισμό του αποθεματικού και αν απέμεινε υπόλοιπον προς διανομήν κατόπιν σχετικής αποφάσεως της Συνελεύσεως.
(1280/2012, iNLAW.GR)