Το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μια κεφαλαιουχική εταιρία ΑΕ (άρθρ. 47α παρ. 2 του Ν. 2190/1920) ή ΕΠΕ (άρθρ. 43 α του Ν. 3190/1955) ή ναυτική εταιρεία (άρθρ. 41 παρ. 2 του Ν. 959/1979), οι οποίες προσφέρουν σ' αυτόν το πλεονέκτημα του περιορισμού του επιχειρηματικού κινδύνου μόνο στα κεφάλαια της εταιρίας, τα πλεονεκτήματα δε αυτά δόθηκαν στην περίπτωση τη ναυτικής εταιρίας σκόπιμα, ώστε τα ελληνόκτητα πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία και ότι χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας ως "μηχανισμό απορρόφησης" των δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, δεν δικαιολογεί την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Ειδικότερα, το δίκαιο προσέφερε στον επιχειρηματία αυτόν τους σχετικούς εταιρικούς τύπους για να μπορεί ακριβώς αυτός να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματά τους. Και όταν ο επιχειρηματίας αξιοποιεί τους εταιρικούς αυτούς τύπους δεν ενεργεί αθέμιτα για να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (ΟλΑΠ 5/1996). Διαφορετικά βέβαια έχει το ζήτημα αν αποδειχθεί ότι οι εταιρίες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα και ότι στην πραγματικότητα τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Ειδικότερα, η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, υπηρετεί κοινωνικό σκοπό.
Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του. Το γεγονός όμως ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μία κεφαλαιουχική εταιρεία, ανώνυμη ή ναυτική εταιρεία ή περιορισμένης ευθύνης δεν δικαιολογεί αυτό καθ' εαυτό, όπως προαναφέρθηκε, την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και ν' αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής - επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ. 1, 12 παρ. 1, 3 και 25 παρ. 1γ του Συντάγματος), είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ' άρθρο 281 ΑΚ, με την έννοιαν ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυριάρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρεία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν ν' αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός απορρέει από την θεωρία της παραμέρισης της νομικής προσωπικότητος ή άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ή ακόμη της ταυτίσεως του νομικού προσώπου με τον υποκείμενο οργανισμό του. Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος νομικού προσώπου δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών στο πρόσωπο ενός μετόχου ή από τη συμμετοχή μόνο τούτου στα όργανα της εταιρείας και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων. Επίσης, δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας προς αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης.
Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας υπάρχει όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί την νομική προσωπικότητα για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο δανειστή ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Ενδεικτικά κριτήρια τέτοιας κατάχρησης αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του, η σύγχυση της ατομικής και εταιρικής περιουσίας, ή αποφυγή παροχής εγγυήσεων του κυρίου ή μοναδικού μετόχου υπέρ του νομικού προσώπου παρά την προηγούμενη αντίθετη πρακτική του. Αλλά και η ταύτιση των συμφερόντων νομικού και φυσικού προσώπου, η κυρίαρχη θέση του φυσικού προσώπου στην εταιρεία, την οποία επιβεβαιώνει ο ίδιος με αντίστοιχη δηλωτική συμπεριφορά του, όταν συντρέχουν και με τα προαναφερθέντα ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια, θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, εάν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για να καταστρατηγήσει το νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές του, με την αποφυγή εκπλήρωσης έναντι εκείνων των κατ' ουσίαν ατομικών υποχρεώσεών του, ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ' αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και την πρόθεση καταστρατήγησης του κυρίαρχου μετόχου.
(ΑΠ 618/2015, iNLAW.GR)