- Κατά τη διάταξη του άρθρου 121 του Ν. 4072/2012 «Σήμα μπορεί να αποτελέσει κάθε σημείο επιδεικτικό γραφικής παράστασης ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Μπορούν να αποτελέσουν σήμα ιδίως λέξεις, ονόματα, επωνυμίες, ψευδώνυμα, απεικονίσεις, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, χρώματα, ήχοι, συμπεριλαμβανομένων των μουσικών φράσεων, το σχήμα του' προϊόντος ή της συσκευασίας του και τα διαφημιστικά συνθήματα (slogans)». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 125 του ιδίου νόμου, «Η καταχώριση του σήματος παρέχει στο δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ιδίως παρέχει το δικαίωμα της χρήσης αυτού, το δικαίωμα να επιθέτει αυτά στα προϊόντα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει της παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύμματα και τις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, τους τιμοκαταλόγους, τις αγγελίες, τις κάθε είδους διαφημίσεις, ως και σε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα. 2. Ως χρήση του σήματος θεωρείται επίσης: α. η χρήση του σήματος που γίνεται υπό μορφή που διαφέρει ως προς τα στοιχεία του, τα οποία όμως δεν μεταβάλλουν το διακριτικό χαρακτήρα αυτού, β. η επίθεση του σήματος σε προϊόντα ή στη συσκευασία τους στην Ελλάδα με προορισμό αποκλειστικά την εξαγωγή, γ. η χρήση του σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου, καθώς και η χρήση συλλογικού σήματος από δικαιούμενα προς τούτο πρόσωπα. 3. Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές χωρίς την άδεια του: α. σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί, β. σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης, γ. σημείο ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του σημείου θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το σημείο προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος. 4. Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο: α. την απλή διέλευση παραποιημένων ή απομιμητικών προϊόντων μέσα από την Ελληνική Επικράτεια με προορισμό άλλη χώρα ή την εισαγωγή με σκοπό την επανεξαγωγή, β. την επίθεση του σήματος σε γνήσια προϊόντα παραγωγής του που προόριζε να κυκλοφορήσει ως ανώνυμα, γ. την αφαίρεση του σήματος από γνήσια προϊόντα και τη διάθεση τους στην αγορά ως ανώνυμων ή με άλλο σήμα». Κατά τη διάταξη του άρθρου 150 του ιδίου νόμου, «1. Όποιος κατά παράβαση του άρθρου 125 χρησιμοποιεί ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο προσβάλλει σήμα που ανήκει σε άλλον, μπορεί να εναχθεί για άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και να υποχρεωθεί σε αποζημίωση. 2. Με την αξίωση για την άρση της προσβολής ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει μεταξύ άλλων: α) την απόσυρση από το εμπόριο των εμπορευμάτων που κρίθηκε ότι προσβάλλουν δικαίωμα του σήματος και, εφόσον απαιτείται, των υλικών που κυρίως χρησίμευσαν στην προσβολή, β) την αφαίρεση του προσβάλλοντος σήματος ή του διακριτικού γνωρίσματος ή, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατόν, την οριστική απομάκρυνση των. εμπορευμάτων που φέρουν το προσβάλλον σημείο από το εμπόριο και γ) την καταστροφή αυτών. Το δικαστήριο διατάσσει εκτέλεση των μέτρων αυτών με έξοδα του προσβάλλοντος το σήμα, εκτός αν συνηγορούν ειδικοί λόγοι για το αντίθετο. 3. Εφόσον το δικαστήριο καταδικάσει σε παράλειψη πράξης, απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή 3.000 έως 10.000 ευρώ υπέρ του δικαιούχου, καθώς και προσωπική κράτηση μέχρι ένα έτος. Το ίδιο ισχύει και όταν η καταδίκη γίνεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τα λοιπά ισχύει το άρθρο 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 4. Τα δικαιώματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 έχει ο δικαιούχος και κατά ενδιάμεσου, οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή δικαιωμάτων. 5. Όποιος υπαιτίως προσβάλλει ξένο σήμα, υποχρεούται σε αποζημίωση και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. 6. Η αποζημίωση μπορεί να υπολογισθεί και με βάση το ποσόν το οποίο θα είχε καταβάλει ο προσβάλλων για δικαιώματα ή λοιπές αμοιβές, αν είχε ζητήσει την άδεια χρήσης από τον δικαιούχο. 7. Το δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνει υπόψη του, μεταξύ άλλων, τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, καθώς και την απώλεια κερδών που υφίσταται ο δικαιούχος και τα τυχόν οφέλη που αποκόμισε ο προσβάλλων το σήμα. 8. Αν δεν υπάρχει υπαιτιότητα του υπόχρεου, ο δικαιούχος μπορεί να αξιώσει είτε το ποσό, κατά το οποίο ο υπόχρεος ωφελήθηκε από την εκμετάλλευση του σήματος χωρίς τη συγκατάθεση του, είτε την απόδοση του κέρδους που ο υπόχρεος απεκόμισε από την εκμετάλλευση αυτή. 9. Η αγωγή εγείρεται ενώπιον του αρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου, ανεξαρτήτως ποσού και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Η αξίωση για αποζημίωση παραγράφεται μετά πενταετία από το τέλος του έτους κατά το οποίο έγινε το πρώτον η προσβολή. Επί διακοπής της παραγραφής νέα παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του έτους στο οποίο συνέπεσε το πέρας της διακοπής. 10. Οι αξιώσεις της παραγράφου 1 μπορεί να εισαχθούν και στο αρμόδιο πολυμελές πρωτοδικείο, εφόσον ασκούνται και άλλες αξιώσεις. 11. Προκειμένου για ταυτόσημο σήμα για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες, καθώς και για σήμα που διαφέρει ως προς τα στοιχεία που δεν μεταβάλλουν το διακριτικό του χαρακτήρα, για την πλήρη απόδειξη προσβολής αρκεί η προσκόμιση του πιστοποιητικού καταχώρισης του προσβαλλόμενου σήματος». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 153 του ίδιου νόμου, «1. Όποιος έχει αξίωση για άρση και παράλειψη λόγω προσβολής του σήματος μπορεί να ζητήσει και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. 2. Ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ζητήσει τη συντηρητική κατάσχεση ή την προσωρινή απόδοση των εμπορευμάτων με το προσβάλλον διακριτικό γνώρισμα προκειμένου να εμποδιστεί η είσοδος ή η κυκλοφορία τους στο δίκτυο εμπορικής διανομής. 3. Σε περίπτωση προσβολών που διαπράττονται σε εμπορική κλίμακα και εφόσον ο δικαιούχος του σήματος αποδεικνύει την ύπαρξη περιστάσεων που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την καταβολή της αποζημίωσης που έχει ζητήσει με τακτική αγωγή και προσκομίζει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ότι το σήμα του προσβάλλεται ή επίκειται προσβολή του, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να διατάσσει τη συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του καθού, καθώς και τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών του. Για το σκοπό αυτό ζητεί από τον προσβολέα την κοινοποίηση τραπεζικών, χρηματοοικονομικών ή εμπορικών εγγράφων ή την προσήκουσα πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες με τον όρο ότι διασφαλίζεται η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών. 4. Τα ασφαλιστικά μέτρα των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να διαταχθούν και χωρίς προηγούμενη ακρόαση του καθού, ιδίως όταν τυχόν καθυστέρηση θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημία στον δικαιούχο του σήματος. 5. Προκειμένου το αρμόδιο δικαστήριο να λάβει τα ανωτέρω μέτρα μπορεί να ζητήσει από τον αιτούντα να προσκομίσει κάθε ευλόγως διαθέσιμο αποδεικτικό στοιχείο για να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το δικαίωμα του προσβάλλεται ή ότι επίκειται προσβολή του. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται εν προκειμένω οι παράγραφοι 4 έως 7 του άρθρου 154. 6. Η δήλωση καταθέσεως σήματος από το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δεν κωλύει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατ' αυτού. 7. Αρμόδιο για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων είναι το μονομελές πρωτοδικείο τόσο της περιφέρειας, στην οποία ευρίσκονται τα προϊόντα ή παρέχονται οι υπηρεσίες, όσο και της περιφέρειας που εδρεύει η επιχείρηση, της οποίας τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες φέρουν το προσβαλλόμενο σήμα. 8. Ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των ενδιαμέσων, οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή του σήματος του» (βλ. Έλλης Ασημακοπούλου, Οι ρυθμίσεις του Ν. 4072/2012 για την καταχώρηση και προστασία των εθνικών εμπορικών σημάτων, ΔΕΕ 2012, σελ. 422-427). Ως "παραποίηση" σήματος, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται η πιστή ή η κατά τα καίρια σημεία αντιγραφή αυτού, "απομίμηση" δε η ιδιαίτερη προσέγγιση προς άλλο σήμα, η οποία εξαρτάται από την όλη οπτική και ηχητική εντύπωση του σήματος -ασχέτως των επί μέρους ομοιοτήτων και διαφορών των δύο σημάτων- και μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον κοινό καταναλωτή σχετικά με την προέλευση των προϊόντων από ορισμένη επιχείρηση (ΑΠ 751/1995 ΔΕΕ 1996. 255, ΕφΠειρ 478/2008 ΔΕΕ 2008. 1370). Στην περίπτωση δε σύνθετου σήματος, αποτελούμενου από λέξεις, σχηματικές απεικονίσεις και χρωματισμούς, κρίσιμη για τη συναγωγή συμπεράσματος περί υπάρξεως ή μη απομιμήσεώς του, είναι η συνολική εντύπωση που προκαλεί το καθένα από τα παραβαλλόμενα στο μέσο, μη έμπειρο, άτομο του καταναλωτικού κοινού. Σε ένα τέτοιο σύνθετο σήμα ιδιαίτερη σημασία για το σχηματισμό συνολικής εντυπώσεως έχει το λεκτικό μέρος του σήματος, χωρίς όμως να αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίσιμο να είναι το εικαστικό μέρος, ιδιαίτερα όταν το καταναλωτικό κοινό συνδέει τη σχηματική απεικόνιση με την επιχείρηση και η απεικόνιση έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές ως διακριτικό γνώρισμα. Όσο δε μεγαλύτερος είναι ο βαθμός καθιερώσεως μιας ενδείξεως στις συναλλαγές τόσο μεγαλύτερη διακριτική δύναμη διαθέτει και επομένως οι προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό της παραποιήσεως ή απομιμήσεώς πρέπει να είναι αυστηρότερες (ΑΠ 1751/2011, ΑΠ 1227/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3945/2012 ΔΕΕ 2,013. 123). Ειδικότερα κίνδυνος σύγχυσης υπό στενή έννοια συντρέχει, όταν το συναλλακτικό κοινό λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης, από την οποία προέρχονται τα διακρινόμενα προϊόντα. Και αν μεν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο όταν η παραπάνω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων καθεαυτό, αλλά στη διαπίστωση ότι ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν, λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (ΕφΑθ 3746/2001 ΧρΙΔ 1.643, Α. Μικρουλέα σε ΕΕμπΔ 2002,164 επ. Βλ. και ΑΠ 1009/1991 ΕΕμπΔ 1992.148). Κρίσιμος εξάλλου, για τον κίνδυνο σύγχυσης είναι ο κύκλος των χρηστών των προϊόντων. Έτσι είναι δυνατό, παρά την ομοιότητα των σημάτων, να μη δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης, όταν τα προϊόντα απευθύνονται σε εξειδικευμένους χρήστες (ΑΠ 1780/1999 ΕΕμπΔ 2000.804). Το ομοειδές, τέλος των προϊόντων κρίνεται από την υλική σύνθεση τους, το σκοπό της χρησιμοποίησης τους για κάλυψη των αναγκών του ίδιου είδους, τον τρόπο διάθεσης τους στην αγορά και τις λοιπές τεχνικές και οικονομικές συνθήκες που τα συνοδεύουν, αλλά και από το αν απευθύνεται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών (ΕφΠειρ 478/2008 ΔΕΕ 2008.1370).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 (πρώην άρθρο 16 παρ, 2 του Ν. 2339/1994), με έγγραφη συμφωνία, που καταχωρείται μετά από απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων στα βιβλία σημάτων, επιτρέπεται η αποκλειστική ή μη χρήση του σήματος για μέρος ή το σύνολο των καλυπτόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών και για το σύνολο ή τμήμα του ελληνικού εδάφους, κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου τις αγωγές παράλειψης και αποζημίωσης έχει αυτοτελώς και ο αδειούχος χρήσης σήματος, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, ενώ εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, ο αποκλειστικός αδειούχος μπορεί, και χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, να ασκήσει αυτοτελώς τις αξιώσεις επί προσβολής σήματος όταν ο τελευταίος, μολονότι ειδοποιήθηκε για την προσβολή του σήματος, δεν ασκεί τις αξιώσεις του σε εύλογο χρονικό διάστημα. Στο πλαίσιο των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 4 του Ν. 2339/1994, γινόταν δεκτό ότι η απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, που ενέκρινε την παραχώρηση άδειας χρήσης του σήματος, αποτελούσε όρο ενεργοποίησης της σχετικής συμφωνίας, η οποία μέχρι τότε ήταν συνεπώς μετέωρη, δηλαδή για την εγκυρότητα της άδειας χρήσης του σήματος ήταν αναγκαία, ως τυπική προϋπόθεση, η ύπαρξη απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (βλ. ΜΠρΑθ 8198/2002 ΕΕμπΔ 2004.837), ενώ κατά την αντίθετη άποψη ήταν νόμιμη και η άτυπη άδεια χρήσης του σήματος, που σήμαινε ότι κατά την άποψη αυτή η απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων είχε δηλωτικό απλώς χαρακτήρα και αρκούσε για τη χρήση του σήματος από τρίτο μόνη η συναίνεση του σηματούχου (βλ. Μαρίνο, Δίκαιο Σημάτων, έκδ. 2007, σελ. 261-262). Επομένως, με βάση την πρώτη άποψη, στοιχείο αναγκαίο της ιστορικής βάσης της αγωγής, με την οποία ο ενάγων, επικαλούμενος ότι είναι δικαιούχος άδειας αποκλειστικής χρήσης σήματος προβάλλει αξιώσεις παράλειψης της προσβολής του σήματος ή και αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη από την προσβολή του, είναι η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο εγκριτικής για την άδεια χρήσης του σήματος απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, ενώ σε κάθε περίπτωση, δηλαδή στο πλαίσιο και των δυο απόψεων, αναγκαία προϋπόθεση, που πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της σχετικής αγωγής, είναι η ύπαρξη έγγραφης συναίνεσης του δικαιούχου για την άσκηση ειδικά της αγωγής (ΑΠ 991/2014). (ΜονΠρωτΠειρ 342/2015)
04/022016
Κατηγορίες: ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ