Κατά τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 2 του N. 3190/1955 "περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης", κάθε εταίρος μπορεί να εξέλθει από την εταιρεία για σπουδαίο λόγο με απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών, και ήδη του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, κατ' άρθρο 3 παρ. 2 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, το οποίο μάλιστα τέμνει οριστικά τη συγκεκριμένη διαφορά, καθόσο δεν πρόκειται για τοιαύτη των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά τηρείται η εν λόγω "διαδικασία με σκοπό την ταχύτερη εκδίκαση της και ως εκ τούτου επιτρέπονται κατά της απόφασης που εκδίδεται τα ένδικα μέσα της εφέσεως και της αναιρέσεως (ΟλΑΠ 754/1986, ΑΠ 1205/1986, ΑΠ 1071/1996). Με την ίδια απόφαση προσδιορίζεται και η αξία της μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 29 του ίδιου ως άνω νόμου. Στη παρ 1 του τελευταίου αυτού άρθρου προβλέπεται ότι στο καταστατικό δεν μπορεί να ορίζεται ότι απαγορεύεται η μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου λόγω θανάτου ή προικός, μπορεί όμως να ορίζεται, στις περιπτώσεις αυτές, ότι το μερίδιο θα εξαγοράζεται από πρόσωπο υποδεικνυόμενο από την εταιρεία, στην πραγματική του αξία, που προσδιορίζει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών (ήδη Μονομελές Πρωτοδικείο).
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 22, 41 και 42 του ίδιου ως άνω νόμου (3190/1955), καθώς και εκείνες των άρθρων 42α, 42δ, 43 και 43α του κ.ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών", που εφαρμόζονται αναλόγως, προκύπτει ότι ο εξερχόμενος της εταιρείας εταίρος δικαιούται να λάβει την πραγματική αξία των μεριδίων του, η οποία υπολογίζεται για την περίπτωση εξόδου του απ' αυτήν για σπουδαίο λόγο, κατά το χρόνο συζητήσεως της σχετικής αιτήσεως, στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Η ανωτέρω πραγματική αξία της μερίδας συμμετοχής, σε αντιδιαστολή με την ονομαστική αξία που προκύπτει από το καθοριζόμενο στο καταστατικό ελάχιστο ποσό μερίδας συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο, προσδιορίζεται λογιστικώς με βάση την καθαρή εταιρική περιουσία, η οποία διαιρούμενη με τον αριθμό των εταιρικών μεριδίων δίνει την αξία καθενός απ' αυτά (μερίδια). Όμως, η αξία της πραγματικής μερίδας του εξερχόμενου από την εταιρεία εταίρου, δεν εξάγεται μόνο με βάση των κατά τον χρόνο της εξόδου ενδεικτικώς αναγραφομένων στον ετήσιο ισολογισμό μεμονωμένων στοιχείων της επιχείρησης, αλλά και από άλλα στοιχεία, όπως αφανή αποθεματικά και άϋλα αγαθά, δηλαδή φήμη, πελατεία, επωνυμία, σήμα, καθώς και από εκκρεμείς υποθέσεις, ζημίες προηγούμενων χρήσεων, υποχρεώσεις προς τρίτους κ.λ.π, και συγκεκριμένα ο λογιστικός προσδιορισμός της περιουσίας της εταιρείας θα γίνει, προκειμένου να καθορισθεί η καθαρή μερίδα του εξερχόμενου εταίρου, βάσει του ενεργητικού και παθητικού που παρουσιάζει η εταιρεία κατά τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως. του τελευταίου στο Μονομελές Πρωτοδικείο για την έξοδό του απ' αυτήν για σπουδαίο λόγο (ΑΠ 1628/2010).
Από τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1, 33 περ. 2 του Ν. 3190/1955 και 3 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ προκύπτει ότι η αίτηση για έξοδο εταίρου από εταιρία περιορισμένης ευθύνης εξαιτίας σπουδαίου λόγου και για τον προσδιορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής του δικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η νομοθετική αυτή παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων υπηρετεί την ανάγκη ταχείας εκδικάσεως της εν λόγω υποθέσεως, και ως εκ τούτου στη σχετική δίκη, καίτοι μη αφορώσα σε προσωρινή δικαστική προστασία με τη μορφή ασφαλιστικού μέτρου αλλά στην οριστική διάγνωση της υποθέσεως, εφαρμόζεται και το αρθρο 690 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά το οποίο στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη και αρκεί η πιθανολόγηση των ισχυρισμών. Η καθιέρωση της πιθανολογήσεως επάγεται τη διεξαγωγή ελεύθερης αποδείξεως, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας, τα αποδεικτικά μέσα και τη δύναμη τους, αλλά έχει την ευχέρεια να στηρίξει την κρίση του σε οποιαδήποτε "κατάλληλα" μέσα, τα οποία είναι σε θέση να πιθανολογήσουν την αλήθεια των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (άρθρο 347 ΚΠολΔ). Αντίθετη εκδοχή θα προκαλούσε σημαντική δυσχέρεια στη σκοπηθείσα συναφώς γρήγορη δικαστική διάγνωση, και άρα θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη συρρίκνωση του ρυθμιστικού εύρους της επίμαχης νομοθετικής παραπομπής.
(ΑΠ 752/2014, iNLAW.GR)