Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 εδ. α’ και β’ του Ν. 5325/1932 περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν "ο τριτεγγυητής ενέχεται καθ’ όν τρόπον και ο υπέρ ού η τριτεγγύησις. Η υποχρέωσις αυτού είναι ισχυρά και όταν η ενοχή υπέρ ής τριτεγγυήθη είναι άκυρος λόγω πάσης άλλης αιτίας, εκτός ελαττώματος περί τον τύπον". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ενοχή από την τριτεγγύηση είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος της ενοχής του προσώπου υπέρ του οποίου δόθηκε η τριτεγγύηση και συνεπώς ο τριτεγγυητής συναλλαγματικής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του κομιστού ενστάσεις που αφορούν το πρόσωπο υπέρ του οποίου τριτεγγυήθηκε, ή ελαττώματα της βασικής αιτιώδους σχέσεως που οδήγησε στην αποδοχή της συναλλαγματικής, και ειδικότερα την ακυρότητα ή ανυπαρξία της κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Όταν όμως η βασική σχέση, η οποία οδήγησε στην αποδοχή της συναλλαγματικής, αφορά και στο πρόσωπο του τριτεγγυητού, όπως συμβαίνει όταν ο τελευταίος ανεμείχθη στη σχέση αυτή, κατόπιν κοινής εξ αρχής συμφωνίας μεταξύ αυτού και των αποδεκτού και κομιστού, τότε, όπως συνάγεται από το συνδυασμό της προδιαληφθείσης διατάξεως του άρθρου 32 με εκείνες των άρθρων 17, 47 και 71 του Ν. 5325/1932, ο τριτεγγυητής μπορεί να προτείνει κατά του συγκεκριμένου κομιστού τις ενστάσεις από τη βασική σχέση που μπορούσε να προτείνει και ο υπέρ ού η τριτεγγύηση αποδέκτης, καθ’ οιουδήποτε δε άλλου κομιστού μπορεί να προτείνει τις ίδιες ενστάσεις, αλλά μόνον υπό τους όρους του άρθρου 17 Ν. 5325/1932 (ΑΠ 1397/2015, iNLAW.GR).
08/022016
Κατηγορίες: ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ